- βαρυδαίμων
- βαρυδαίμωνpressed by a heavy fatemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βαρυδαίμων — βαρυδαίμων, ον (Α) αυτός που έχει βαριά μοίρα, βαριόμοιρος, κακότυχος … Dictionary of Greek
βαρυδαίμονα — βαρυδαίμων pressed by a heavy fate neut nom/voc/acc pl βαρυδαίμων pressed by a heavy fate masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυδαίμονας — βαρυδαίμων pressed by a heavy fate masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυδαίμονε — βαρυδαίμων pressed by a heavy fate nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυδαίμονες — βαρυδαίμων pressed by a heavy fate masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυδαίμονι — βαρυδαίμων pressed by a heavy fate dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυδαίμονος — βαρυδαίμων pressed by a heavy fate gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυδαίμοσιν — βαρυδαίμων pressed by a heavy fate dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Демон — (δαίμων) βообще означает (в классич. литер.) деятеля, обладающего сверхчеловеческой силой, принадлежащего к невидимому миру и имеющего влияние на жизнь и судьбу людей; между δαίμων θ θεός οриблизительно такое же отношение, как между лат. numen и… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος … Dictionary of Greek